χιλιάκριβος

χιλιάκριβος
η , ο драгоценный (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χιλιάκριβος" в других словарях:

  • χιλιάκριβος — η, ο, Ν μτφ. πάρα πολύ ακριβός, πολύτιμος (α. «και το ξανθό το μέλι / και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει τις φροντίδες», Παλαμ. β. «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», Ν. Καρβούνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ακριβός] …   Dictionary of Greek

  • χιλιάκριβος — η, ο πολύτιμος, προσφιλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»